- εφοδευτής
- ο (Α ἐφοδευτής) [εφοδεύω]ο αξιωματικός που κάνει έφοδο για έλεγχο, για επιθεώρηση τών φρουρών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εφοδευτικώς — ἐφοδευτικώς (Α) επίρρ. επιτροχάδην, ως εν παρόδω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *εφοδευτικός (< εφοδευτής)] … Dictionary of Greek